Κυριακή, Φεβρουαρίου 22, 2015

Ευμενίδες για τους Έλληνες

Ο ναός του Απόλλωνος στους Δελφούς


Απόλλων: «Δεν θα σ' εγκαταλείψω. Ως το τέλος θάμαι κοντά σου φύλακας• αλλά και μακριά αν είμαι, δεν θα φανώ ήπιος στους εχθρούς σου. [...] Όμως εσύ να φεύγης ποτέ μην κουρασθής• γιατί θα σε καταδιώκουν επάνω στην απέραντη ξηρά, πάντα, και όταν σε γη σε φέρουν τα πλανητικά σου βήματα και όταν από θάλασσα κι από νησιά περνάς. Και μην κουράζεσαι να υποφέρης τούτον σου τον κόπο, ως που να φτάσης στην πόλι της Παλλάδος και να καθίσης αγκαλιάζοντας το παλαιό της άγαλμα».
Αισχύλου, «Ευμενίδες», στ. 64-80, εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 27

Ο ίδιος ο Απόλλων μιλάει σ' αυτό το απόσπασμα. Απευθύνεται στον Ορέστη, που σκότωσε τη μητέρα του, Κλυταιμήστρα, και τον εραστή της, Αίγισθο και τον κυνηγούν οι Ερινύες. Ο νουνεχής θεός του ελληνικού φωτός καθησυχάζει τον Ορέστη για το μέλλον του και για την ισορροπία της ταραγμένης ψυχής του. Παραμένει φίλα διακείμενος προς τον
γιο του Αγαμέμνονα διότι δεν ήταν ανόσιο το διπλό φονικό που διέπραξε, παρά τον φρικτό του χαρακτήρα. Ο Αγαμέμνων έπεσε θύμα της συνωμοσίας δύο εραστών. Της νόμιμης συζύγου του και του Αιγίσθου. Αυτοί οι δυο έχυσαν το αίμα του και σφετερίστηκαν την εξουσία, ρίχνοντας την πόλη του Άργους στην βαθιά θλίψη του άγους και της τυραννίδας. Ο Ορέστης τους σκότωσε επειδή δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά, αν ήθελε να παραμείνει ευλαβής. Υποχρεούτο να μεριμνήσει για την απόδοση του δικαίου – ό,τι κι αν προϋπόθετε αυτό. Ακόμα και μητροκτονία. Υπέστη όσα προέβλεπε η παράδοσή μας για τους δολοφόνους. Καταδιώχθηκε από τις Ερινύες και πήγε στο μαντείο των Δελφών για να επουλώσει τις πληγές των βασάνων του και να βρει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που ορθώθηκαν μπροστά του, και να καθαρθεί έπειτα από το λουτρό αίματος που απαιτούσε η τήρηση των θεϊκών νόμων. Σ’ ολόκληρη την τριλογία της Αισχυλικής Ορέστειας (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες) υφέρπει η απειλή της θείας μεθόδευσης. Ως γνωστόν οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι αν μια οικογένεια είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της ανοχής των θεών με πράξεις ανόσιες και αξιοκατάκριτες συμπεριφορές, τότε οι ένοικοι των ολυμπίων δωμάτων «τύφλωναν» το νου των μελών της ούτως ώστε ο ένας να εξοντώνει τον άλλον μέχρι στο τέλος να αφανιστεί το συλλογικό βδέλυγμα από το πρόσωπο της γης. Να μην μείνει ούτε ένας.

Αγκάλη Αθηνάς

Αυτή την απορία, που στην Ορέστεια δεν διατυπώνεται ευθέως, την απαντά ο Απόλλων όταν η πλοκή οδηγεί τους ήρωες του δράματος στην λύση. Ο γαλήνιος φωτοδότης και χρησμοδότης θεός δηλώνει στον Ορέστη την σταθερή βούλησή του να τον προστατεύσει από τις Ερινύες αλλά και από οτιδήποτε και οποιονδήποτε άλλον βρεθεί στον δρόμο του. Ο Απόλλων, ως γνήσιος Λοξίας, μιλάει στον Ορέστη και απευθύνεται συνάμα στο διαχρονικό κοινό του, στους λατρευτές του, τους Έλληνες. Η σύνεσή του, η ένθεη Τέχνη του (με το «Τ» κεφαλαίο), το πυρ του φωτός του και το παράδειγμα της νίκης του επί του Πύθωνος, λειτουργούν εσαεί σαν φύλακες του Γένους και του Τόπου μας. Είμαστε προγραμμένοι; Θα αφανιστούμε σαν οικογένεια που παρήγαγε άγη; Όχι. Θα μας καταδιώκουν πάντα στην απέραντη ξηρά και στην θάλασσα και στα νησιά, αλλά εμείς πρέπει να αντέχουμε μέχρι να φτάσουμε στην πόλη της Παλλάδος και να καθίσουμε αγκαλιάζοντας το παλαιό της άγαλμα.
Αυτή η εικόνα που προσφέρει ο εκλεκτός και τυχερός Αισχύλος, του κυνηγημένου σ’ ολόκληρη την γη που βρίσκει απάγκιο στην Αθήνα και αγκαλιάζει το παλιό άγαλμα της Παλλάδος δεν θα μπορούσε να είναι παρά ένα ηχηρό μήνυμα. Ένας οδοδείκτης, που φανερώνει τη μόνη διέξοδο από την υπερχιλιετή κρίση που μας βασανίζει – οδυνηρότερα κι από την απαίσια όψη των Ερινύων. Στην Αθήνα να επιστρέψουμε. Στην πόλη της θεάς της σοφίας που κράδαινε το δόρυ. Μαχόμενη γνώση, ενεργητική κατάφαση του συλλογικού βίου, ανυποχώρητη υπεράσπιση της πρωτεύουσάς μας ως το ιερό των ιερών, το άδυτο των αδύτων.
Τότε θα λυτρωθούμε από τα δεινά. Όταν κατακτήσουμε την παλιά μας πόλη και αγκαλιάσουμε τα παλαιά μας, τα παλαίτατα σύμβολα. Τότε οι Ερινύες θα γίνουν Ευμενίδες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: