Δευτέρα, Φεβρουαρίου 27, 2017

Φόρος τιμῆς στόν Νίκο Κούνδουρο

Δοκιμαστική λήψη τοῦ φωτογράφου Βαγγέλη Ρασσιᾶ πρίν ἀπό τήν κανονική φωτογράφιση γιά τήν συνέντευξη. Σε πρῶτο πλάνο ὁ Κούνδουρος, στό βάθος ὁ ὑπογράφων. Δεξιά: Ἡ βότκα Στάλιν, πού ἄρεσε στόν σκηνοθέτη

Ὅλη ἡ Ἑλλάδα τό ἔμαθε: «Πέθανε ὁ Νίκος Κούνδουρος». Δέν τόν ἔχει δεῖ, ὅμως, ὅλη ἡ Ἑλλάδα νά ζεῖ καί νά δημιουργεῖ. Ὁ χαρακτήρας του, ὁλόκληρος, φάνηκε στό ἔργο τοῦ. Πρωτογενής, βροντερός, σκεπασμένος μέ τόν κισσό τοῦ Διονύσου: πρωτόγονος, ἐρίβρομος, κισσόβρυος, ποῦ λέει κι ὁ ὀρφικός ὕμνος. Μαζί του ἔκανα μία ἀπό τίς λίγες συνεντεύξεις πού θεωρῶ ἐμπειρίες ζωῆς, μαθήματα ἀξέχαστα. Δέν χωρᾶ σέ σελίδες αὐτή ἡ θύελλα, ἡ ἐσωτερική ἱερή μανία. Μόνο στίς ταινίες του μπορεῖ νά καταλάβει κάποιος πόσα Ρίχτερ ἦταν ὁ «σεισμός» Κούνδουρος. 

Ἡ συνέντευξη ἔγινε γιά τό περιοδικό «ΜΕΤΡΟ» τόν Ἰούνιο τοῦ 2004. Ἅμα τό πέρας της, ὁ Κούνδουρος μοῦ χάρισε ἕνα μπουκάλι τῆς γεωργιανῆς βότκας Στάλιν. Το ἔχω ἀκόμα, ἄθικτο. Ἀκολουθοῦν ἀποσπάσματα ἀπό τή συνέντευξη. Καλό του ταξίδι. Ἦταν
τιμή μας πού ἔζησε στίς μέρες μας ἤ, ὀρθότερα, ζήσαμε ἐγγύς τῶν δικῶν του ἡμερῶν.

Περί συνεντεύξεων καί σταυρῶν σέ καρνέ τηλεφώνων: «Κάθε συνέντευξη ἀποτελεῖ καί μία μορφή ταπείνωσης, ὑποχώρησης ἐκείνου πού τήν παραχωρεῖ - εἰδικά γιά ἀνθρώπους “ελευθέρας βοσκῆς”. Ἔχουμε μιλήσει πολύ ὅλα αὐτά τά χρόνια. Ὁ τόπος μας -γιά Τέχνες καί γιά Γράμματα μιλάω- ἀραιώνει μέ νομοτελειακούς ρυθμούς. Χρησιμοποιῶ ἕνα μπλοκάκι μέ τούς ἀριθμούς τηλεφώνων γνωστῶν καί φίλων. Σ' ὅποιον πεθαίνει βάζω δίπλα στ' ὄνομά του ἕναν σταυρό. Τελευταία οἱ σταυροί ἔχουν πληθύνει πολύ! Πάει κι αὐτός, κι ἐκεῖνος, κι ὁ ἄλλος. Τούς σταυρούς δέν ξέρω ποιός διάολος τούς βάζει».

Το τέλος καί ἡ βουλιμία, ἡ λαχτάρα γιά περισσότερη ζωή: «Ὅσο πλησιάζουμε πρός κάποιο τέλος, μᾶς πιάνει μία λαχτάρα, μία ἀπληστία ἴσως, μία βουλιμία. Καταναλώνουμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας καί τόν κόσμο ὁλόκληρο. Διαχρονικό ἐλάττωμα ἡ βουλιμία. Ἀκόμα καί στόν ἔρωτα. Κυνηγᾶμε νά προλάβουμε. Βουλιμία ὑπάρχει σέ ὅλα. Στα χρήματα, στήν ἐξουσία... Δέν βλέπεις τόν Μητσοτάκη; “Τι θές, ρε Μητσοτάκη; Τράβα στά χωράφια τά πατρογονικά καί φύτεψε ελιές”. Ἀλλά, ἀπό τήν ἄλλη, τόν καταλαβαίνω ἀπολύτως. Θά στύψει κάθε ἴχνος χρόνου πού τοῦ ἀπομένει. Ἄν μποροῦσε, θά ἔστυβε καί ἀνθρώπους. Δέν μπορεῖ πιά καί ἴσως δέν τό θέλει». 

Τά γλυκά γεροντάκια στήν Ἑλλάδα: «Ἔζησα στή Γαλλία ἀρκετά χρόνια καί εἶδα ὅτι ὁ Γάλλος γέρος εἶναι επιθετικότατος, ἕνα ἀτίθασο ἀγρίμι μ’ ἀκονισμένα δόντια, ἕτοιμος νά κατασπαράξει. Συγκριτικά, οἱ Ἕλληνες γέροι εἶναι ὄμορφοι. Στην Κρήτη, τήν πατρίδα μου, εἶναι ὄμορφοι, γλυκείς, γαλήνιοι. Δέν ξέρω ἄν ἄλλη ράτσα γερνάει ἔτσι».

Τό σινεμά: «Ὁ κινηματογράφος καί τέρπει καί διδάσκει. Ἄν ψάχνεις τό τέρπειν ἅμα καί τό διδάσκειν τῶν παππούδων μας, θά τό βρεῖς. Στις ἑλληνικές αἴθουσες θά δεῖς ὅλα ὅσα ἀξίζουν. Ὑπάρχει καί κοινό πού παρακολουθεῖ μέ ἐπιμονή ποιοτικό κινηματογράφο. Περίεργο φαινόμενο, πού δέν τό συναντᾶς οὔτε σέ Ἀγγλία καί Ἀμερική. Ξένη ταινία στή Νέα Υόρκη δέν πρόκειται νά δεις οὔτε μέ τηλεσκόπιο!» 

Γιά τήν ταινία «1922»: «Τρίτη γενιά τώρα ἀπό ἀπογόνους Μικρασιατῶν. Οἱ μνῆμες χαλαρώνουν, ἀλλά ἡ Ἱστορία δέν κουράζεται νά μᾶς τυραννάει καί νά τυραννιέται. Ἀγοράζω μία βότκα ἀπό τή Γεωργία, πού ἔχει στήν ετικέτα τῆς τή μορφή τοῦ Στάλιν. Μία μέρα ρώτησα μία ἠθοποιό, ἀπόφοιτη πανεπιστημίου, ποίου εἶναι ἡ μορφή στό μπουκάλι. Ἡ κοπέλα δέν ἤξερε. Με ρώτησε: “Μήπως εἶναι ὁ Γκόγκολ;”. Ξεχνάει ὁ κόσμος ἤ δέν ξεχνάει;» 

Ἑλλάδα τῶν Ἑλλήνων: «Μ’ ἀρέσει ὁ Καραμανλής, πού παλεύει νά περάσει μία διαφορετική νοοτροπία στόν λαό. Εὐαγγελίζεται ὁ ἔρμος μία Ἑλλάδα τῶν Ἑλλήνων, ἀλλά αὐτό δέν γίνεται... Ἀπό τή Μακρόνησο τοῦ ζωηροῦ νιάτου μου μέχρι τά φαστφουντάδικα ἡ ἀπόσταση εἶναι ταυτόχρονα καί μεγάλη καί μικρή». 

Ρουφιανιά, Μακρόνησος: «Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἡ χώρα τῆς ρουφιανιᾶς - ἄν καί στή Μακρόνησο δέν πῆγα μέ ρουφιανιά, πῆγα μέ τό σπαθί μου! Το 1947. Σε μία παρέλαση ἔδωσα μία γροθιά σ’ ἕναν συνταγματάρχη πού μέ εἶπε Βούλγαρο. Τέσσερα χρόνια στήν κόλαση. Ἔχω συνδέσει τή ζωή μου μέ τίς περιπέτειες τοῦ ἔθνους. Ἔζησα στό μυαλό μοῦ, στην ψυχή καί στό σῶμα μου τή δυσκολία νά εἶμαι Ἕλληνας». 

Ἡ ἑλληνική φυλή: «Πιστεύω στήν φυλή. Σάν Κρητικός, ποῦ ἀλλοῦ θά μποροῦσα νά πιστεύω; Οἱ Κρητικοί εἴμαστε σάν τούς Ἑβραίους, πᾶμε ὅλοι μαζί. Ἀνέβασα Ἐρωτόκριτο στό Ἡρώδειο καί μαζεύτηκαν 10.000 Κρητικοί, νά προσκυνήσουν τά ἱερά τους. Τί σημαίνει αὐτό, ἄν ὄχι τούς δυνατούς κρίκους μίας φυλῆς πού ἐπιμένει μέσα στά πολλά χρόνια πού περάσανε νά διατηρεῖ ἀκέραια τά πρωταρχικά χαρακτηριστικά ποῦ συγκεντρώνονται στούς ὄρους οἰκογένεια, γῆ καί λόγος;»

Δεν υπάρχουν σχόλια: