Δευτέρα, Ιανουαρίου 01, 2018

Ευαγγελία Λιάκου (1949 – 2017). Αποχαιρετισμός στην μητέρα μου.


Η μαμά μικρή, όταν έκανε μαθήματα μπαλέτου.
«Πέθανε ο θεός, πέθανα κι εγώ». Αυτές ήταν οι βασικές σκέψεις που έκανα το 2017.

22 Μαρτίου 2017. Μεσημέρι. «Πέθανε ο θεός, πέθανα κι εγώ». Αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις μου την στιγμή που άκουσα από το τηλέφωνο τα ουρλιαχτά της αδελφής μου. Βρισκόταν στο σπίτι στον Πειραιά. Μόλις είχε βρει την μαμά στο πάτωμα. Παγωμένη. Νεκρή. Εγκεφαλικό. Ετών 67. Το παγωμένο χέρι του Άδη απλώθηκε μέχρι εμάς. Για τα καλά. Έσφιξε αστραπιαία, έπληξε ακαριαία. Το βασίλειο του Πλούτωνα κατέστη ο τόπος όπου η χαρά μας, η μαμά μας, κάνει διακοπές αορίστου χρόνου λήξεως. Θέλοντας και μη, έπειτα από αυτό, ο θάνατος αποτελεί καθημερινό θέμα των λογισμών και των συζητήσεών μας.

«Πέθανε ο θεός, πέθανα κι εγώ». Από το κάπου βρέθηκα στον Άδη σε χρόνο μηδενικό. Όσο να σηκωθεί το τηλέφωνο σε μια κλήση και να ακούσω το ίχνος του σπαραγμού που αφήνει ο Χάρος σε όσους κι όσες απομένουν. Από εκείνη την στιγμή κι έπειτα ένα κομμάτι μου δεν ασχολείται με τίποτε άλλο παρά μέσω του νου να προσπαθώ να ξεγλιστρήσω πίσω από τα βαριά, τα αδιαφανή, κατάμαυρα παραπετάσματα του Άδη και να την δω, να μάθω κάτι. Είναι καλά; Είναι ή απλά δεν είναι; Κι αν είναι πώς περνά; Κι αν δεν είναι τι σημαίνει να μην είσαι; Παρηγοριά στο να μην είσαι μπορείς να βρεις προσπαθώντας να σκεφτείς, να θυμηθείς πριν την γέννησή σου. Σε ένοιαζε κάτι; Όχι. Σε έθλιβε κάτι; Όχι. Πάλι καλά. Το μηδέν που μας πολιορκεί, το χάος που μας απειλεί, είναι και μια καταφυγή. Ίσως.

Η πίστη μου παλινδρομεί, έρχεται και φεύγει σαν τα πάθη του νερού, την πλημμυρίδα και την άμπωτη. Θέλω να πιστεύω και λίγες φορές τα καταφέρνω. Άλλες φορές, δεν δύναμαι. Τις περισσότερες αποφεύγω να επιστρέφω νοερά στον τόπο της απώλειας και κάνω εσωτερικές ασκήσεις σκληρότητας και σιγής. Αυτό λειτουργεί, τελικά. Έχω σιωπήσει φέτος. Αρκετά. Και σκληραίνω. Πολύ. Δεν γίνεται αλλιώς.

Είμαι τυχερός, υπό μίαν έννοια. Μια θερμή ακτίδα φωτός και άσβεστης ελπίδας, διαρκής, έντονη και αδιαλείπτως παρούσα μέχρι τα 48 μου. Πάλι καλά. Άλλοι/ες δεν το έχουν νιώσει ποτέ. Ορισμένοι/ες το έζησαν λίγο, ίσα-ίσα για να διαρκέσει ο πόνος της απώλειας για μεγάλο υπόλοιπο βίου.

«Πέθανε ο θεός, πέθανα κι εγώ». Η μητέρα είναι ό,τι πλησιέστερο σε Θεό έχω συναντήσει. Μια από τις πρώτες-πρώτες αναμνήσεις μου είναι το σκοτάδι της νύχτας και το χέρι μου να απλώνεται μέσα από τα κάγκελα της κούνιας για να βρει εκείνο της μητέρας μου. Το άπλωνε και εκείνη και μ’ άγγιζε με τα ακροδάχτυλά της. Τότε ησύχαζα κι ερχόταν ο ύπνος. Μόνο τότε ησύχαζα. Μεγαλώνοντας είδα την «δημιουργία του Αδάμ», την νωπογραφία του Μικελάντζελο. Η κίνηση, όσα φανερώνει κι όσα κρύβει το βλέμμα του Αδάμ παραπέμπουν σε παιδί, σε βρέφος.

Σίγουρα η μητέρα είναι ό,τι πιο κοντά στον Θεό μπορούμε να έχουμε. Αγαπά άνευ όρων. Βαθιά. Χωρίς ανταλλάγματα. Ήσυχα. Εσωτερικά. Υπερασπίζεται το δημιούργημα μέχρι τέλους, του δικού της τέλους. Κι εγώ έχασα έναν ολόκληρο Θεό. Αδιάψευστο τεκμήριο το
απεγνωσμένο σκλήρισμα της Μαρίας, της αδελφής μου, που διαπίστωνε τον θάνατο και αρνείτο να το πιστέψει. Ακόμα αρνείται. Ο αδιάκοπος θρήνος της είναι άρνηση. Κανείς δεν πιστεύει πουθενά αλλού, παρά μόνο εκεί που πονάει. Αυτό το θεωρεί ατόφιο, απτό, αληθινό και την χαρά του ψεύτικη, ένα γραμμάτιο που γρήγορα θα διαμαρτυρηθεί.

«Ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο ισχυρό». Κι όμως, παρά το αδιάκοπο θανατικό που, από την αυγή του κόσμου, ξερνάει δηλητήριο στην ανθρωπότητα, αυτή η ανοησία του Νίτσε (μια από τις λίγες που είπε) μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν παρηγοριά. Την απάντηση στον –φίλο κατά τα άλλα- Φρειδερίκο την δίνει μια παραβολή: «Ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο ισχυρό», είπε το δέντρο την ώρα που δεχόταν ένα από τα τελευταία πλήγματα από το τσεκούρι του ξυλοκόπου.
Αύγουστος 1975. Οικογενειακή φωτογραφία.
Τα πιτσιρίκια είναι... εγώ και η αδελφή μου. 

«Πέθανε ο θεός, πέθανα κι εγώ». Η ψυχολογία των μικρών παιδιών πρέπει να μοιάζει με εκείνη του Θεού. Νιώθουν απέραντα, άχρονα, σαν να πλέουν σε ατελεύτητο χρόνο και άπειρο χώρο. Κι έχουν κι ένα πρόσωπο να ικανοποιεί βουλήσεις πριν καν αυτά τα εκφράσουν. Η δική μου μητέρα ανήκε σε αυτή τη συνομοταξία. Ήξερε τι σκεφτόμουν, τι ευχόμουν, τι φοβόμουν και ποθούσα σε βαθμό που θα έκανε οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο (πλην της αδελφής μου) να πιστέψουν σε όσα είναι Μετά τα Φυσικά. Η σχέση της με εμάς μπαινόβγαινε από το πεδίο του μυστηριώδους με χαρακτηριστική ευκολία. Είχε αποκρυπτογραφήσει ακόμα και τη ανεπαίσθητη μεταβολή στον τόνο της φωνής μας και μόνο από αυτή τη λεπτομέρεια μπορούσε να αφηγηθεί εκείνη τι μας απασχολούσε – χωρίς καμία βοήθεια από το κοινό. Και δεν πιεζε ποτέ να μάθει. Δεν πίεζε ποτέ να πει, να ζητήσει, να ακουστεί. Η μητέρα μου ήταν σαν μια ουράνια συχνότητα, μια απροσδόκητα γαλήνια και πλήρης αρμονία, που μπορούσε οποιοσδήποτε να ακούσει αρκεί να το ζητούσε. Τόσο ανοιχτός άνθρωπος. Μια καλημέρα κι ένα χαμόγελο της φαινόταν αρκετό για να ριχτεί στη φωτιά για τον άλλον, τον άγνωστο – φαντάσου για τα παιδιά της, εμένα και την Μαρία, που θα μπορούσε να την φτάσει το καύσιμο της αγάπης που είχε.

«Πέθανε ο θεός, πέθανα κι εγώ». Η Μαρία, μέσα στον αδιάκοπο θρήνο της, με έχει διασκεδάσει. Της μιλάω καμιά φορά για τον Θεό και λέει «καλός παπάρας είναι κι Αυτός, Θεέ μου σχώρα με. Αυτός τα έχει όλα λυμένα, εμάς μας σκοτώνει, σκότωσε και την μαμά που δεν πείραζε άνθρωπο και θέλει λιβάνια και… κυρελέησον και τρίχες Θεέ μου σχώρα με μην μας ακούει κιόλας».

Ο τρόπος που ανάβει και κορώνει και στη συνέχεια αυτοκαταστέλλεται κι αυτολογοκρίνεται όποτε εκθέτει τα μηδενιστικά (στιγμιαία ή μόνιμα δεν μπορώ να αποφανθώ) φρονήματά της είναι πιο κωμικός κι απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί δαιμόνιος σεναριογράφος και να απαθανατίσει δεινός σκηνοθέτης.

«Πέθανε ο θεός, πέθανα κι εγώ». Το γεγονός της θανής σε πλημμυρίζει αυτοστιγμεί με το δηλητήριο της επίγνωσης των ανθρωπίνων πραγμάτων. Όλοι ανταμώσαμε σ’ αυτό το σημείο της ύπαρξης, όλοι θα χωρίσουμε.

Όμως, αυτό που σε κομματιάζει καθημερινά είναι η απώλεια. Πόσες φορές έχει συμβεί κάτι σοβαρό, αστείο, άσχημο ή χαριτωμένο κι έκανα ασυναίσθητα την σκέψη να πάρω τη μαμά τηλέφωνο να της το πω. Κι εκείνη λείπει. Το 2017 μου έδωσε την μητέρα μου μόνο 2 μήνες και 22 ημέρες. Όλες τις υπόλοιπες την έχω στερηθεί και αν υπάρχει μεταθανάτιος βίος θα την συναντήσω μετά την πληρωμή του δικού μου εισιτηρίου στον βαρκάρη…

Η Ευαγγελία Λιάκου, η μητέρα μου, δεν είναι εδώ. Ο τόπος της και η κατάστασή της είναι τα κοινά μυστικά των νεκρών και τα μεγάλα μυστήρια των ζωντανών – που θέλουν όσο τίποτα να καθυστερήσει η μοναδική έγκυρη ενημέρωση που θα λάβουν για το θέμα.

Η μαμά μου ήταν καλή Ελληνίδα και Χριστιανή. Με χιούμορ. Τρομερό χιούμορ. Χρησιμοποιούσε όλα τα τεχνάσματα για να εκφράσει ό,τι ήθελε να πει, βγάζοντας ταυτόχρονα γέλιο. Παρηχήσεις, κυριολεκτική «ανάγνωση» των μεταφορών, καθ’ υπερβολήν σχήματα, ειρωνεία λεπτή (αλλά και πολύ πιο… ακατέργαστη) και πολλή φαντασία. Όταν παρακολουθούσαμε μαζί τηλεόραση και έβλεπε κάποιον πολιτικό που αντιπαθούσε και θεωρούσε διεφθαρμένο προσπαθούσε να βρει με μαντεψιά τι του αρέσει να τρώει: «Αυτός είναι μπιφτεκάς. Θέλει μια πιατέλα στην καθισιά του». «Τούτος δω γουστάρει μουσακάδες και φαγητά με σάλτσες». «Αυτός ο ιπποπόταμος τρώει καραβιές τα ψάρια. Συναγρίδες, καραβίδες, ψαρούκλες με το μέτρο!». Κι εγώ καθόμουν και την άκουγα να τους σαρκάζει και γελούσα. Η αλήθεια είναι ότι αυτό το χιούμορ είχε μέσα του βαθιά περιφρόνηση και ουσιαστικά εξέφραζε μια ολοκληρωτική απόρριψη του σημερινού συστήματος. Αυτό το κληρονόμησα, μάλλον.

Ήταν άκαμπτη στα αξιακά ζητήματα και γεμάτη κατανόηση στα ανθρώπινα. Αγωνίστρια από τις λίγες. Όταν πέθανε ο μπαμπάς, στα 51 του, έπλυνε πιάτα για να μας ζήσει κι έπειτα πήγε και δούλεψε στην λαϊκή. Όταν εγώ και η Μαρία, από καθαρή λιποψυχία, της λέγαμε ότι είναι τρελό να δουλέψει στη λαϊκή και να κάνει τον έμπορο στα 40 της εκείνη απαντούσε: «Ναι, γιατί οι άλλοι, οι πατατάδες, οι λεμονάδες και οι καρπουζάδες που δουλεύουν εκεί έχουν βγάλει Χάρβαρντ». Ιδεολόγος και προσγειωμένη. Ο καλύτερος βοηθός παραγωγής στο ραδιόφωνο και αρωγός στην έντυπη δημοσιογραφική και λογοτεχνική δραστηριότητα που θα μπορούσα να έχω. Είναι εντυπωσιακό πώς μια γυναίκα που είχε βγάλει το δημοτικό σχολείο μπορούσε να αναλύσει και να εκτιμήσει σύνθετα πολιτικά (εγχώρια και διεθνή) ζητήματα, απλά διαβάζοντας μία εφημερίδα και παρακολουθώντας ένα δελτίο ειδήσεων στην τηλεόραση.

Είχε κάνει τόσες εύστοχες προβλέψεις για τα τεκταινόμενα σε Ελλάδα και εξωτερικό ώστε αν δεν την γνώριζα θα νόμιζα ότι με δουλεύει. Θα σχημάτιζα την εντύπωση ότι βρίσκεται σε κάποιο μέγα και σημαντικό κέντρο λήψεως αποφάσεων και που και που μου ανακοινώνει τμήμα των επιδιώξεων της παγκόσμιας ελίτ. Τρίχες. Απλούστατα συνδύαζε με μαγικό τρόπο τις δοθείσες πληροφορίες με το απόσταγμα των εμπειριών της και χρησιμοποιούσε και αρκετά τον παράγοντα ένστικτο. Ξέμεινα από ενσαρκωμένο Θεό ξέμεινα κι από βοηθό. Γκρίζο το τοπίο, άνυδρο.

Όταν πεθαίνουν οι ενσαρκωμένοι Θεοί κάθε ανθρώπου, οι γονείς του, οι αποδεδειγμένα δημιουργοί του, μένει μόνος. Όσοι κι αν τον περιβάλλουν. Η χορδή που τον συνδέει και με τη γη και με τον ουρανό, κόβεται. Οι πύλες του στη διάσταση του παρελθόντος, κλείνουν. Υπό αυτή την έννοια έχει υποστεί και ο επιζών μια πρόβα θανάτου. Έχει πάρει μια γερή προκαταβολή από αυτό που τον περιμένει στο σεισμικό χάσμα του θανάτου. Πεθαίνει κι ο ζωντανός γιατί αλλάζει οριστικά και αμετάκλητα.

Δεν την ήθελα αυτή την αλλαγή. Δεν την επιδίωξα. Μακάρι να μπορούσα να την αποτρέψω. Το μόνο που μπορώ να κάνω για να καθαρίσω και να συντηρήσω θραύσματα από το γεμάτο θαλπωρή και αγάπη τεχνούργημα της ύπαρξης της Ευαγγελίας Λιάκου είναι να γράψω για εκείνην. Λεπτομέρειες, γενικότητες, σκέψεις, περιστατικά, όνειρα, φόβους και ελπίδες που έχουν απομείνει στην επιφάνεια του ταραγμένου ωκεανού της απελπισίας μου.

Δεν έχω ευχές για το 2018. Άλλωστε, και να είχα δεν πιάνουν. Όπως δεν έπιασαν και οι περσινές. Γράφω για να περισώσω την εικόνα, την μορφή και την ποιότητα του εξωπραγματικά καλοσυνάτου χαρακτήρα της. Γράφω και για να καταλάβω κι εγώ τι αισθάνομαι, να ταξινομήσω τις σκέψεις μου πριν χαθούν κι αυτές, πριν εξατμιστούν στο καμίνι της φουριόζας καθημερινότητας. Κι αυτά τα κείμενα είναι μνημόσυνα για εκείνην. Και τα κανονικά τα κάνω, σίγουρα θα τα ήθελε, ήταν τυπική σε αυτά. Κάνω, ωστόσο, κι αυτό που ξέρω καλά. Να γράφω. Αν ήμουν ζωγράφος θα την ζωγράφιζα. Μια που κάπως ξέρω να βάζω τις λέξεις σε τάξη, έγραψα για να την θυμηθώ και να μείνει κάτι από εκείνην σε όποιον/α ενδιαφέρεται.

Δεν θα μπορούσα να ασχοληθώ με άλλο θέμα για την αρχή της χρονιάς πέρα από τη μητέρα που έχασα και τον παλιό εαυτό μου, που επίσης αποχαιρέτησα.

Και το πατρικό στον Πειραιά ρήμαξε. Ήρθε η αδελφή μου από Σύρο για τα εξάμηνα της μαμάς και το βρήκε μαλλιοκούβαρα. Κλέφτες μπήκαν μέσα και για να βρουν ό,τι βρήκαν το έκαναν όλο ρημαδιό. Όλα στο πάτωμα, όλα άνω κάτω. Όλες οι ντουλάπες, τα ράφια, τα συρτάρια αδειασμένα στο πάτωμα. Λες και μια αόρατη δύναμη ανέλαβε να μας εκδικηθεί για την αποκοτιά μας να υπάρξουμε και το έγκλημα να αναπνέουμε. Τα πράγματά της στο πάτωμα. Τα όσια και τα ιερά βεβηλωμένα. Από την έκταση της καταστροφής δεν μπορούσε καν να μπει στα δωμάτια η Σήμανση για να πάρει αποτυπώματα. Αυτό ήταν η δεύτερη κηδεία, η σύληση των παιδικών μας αναμνήσεων.

Δεν υπάρχουν ευχάριστες ιστορίες μέσα στο 2017 να θυμηθώ. Έτσι ήταν για μένα και σίγουρα για αναρίθμητους άλλους θεατές τραγωδιών με πρωταγωνιστές τους ίδιους.
Ούτως έχουσιν τα πράγματα.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Με συγκλονισες Παναγιώτη.. το ιδιο αισθανομαι για τη μανα μου που εφυγε το Μαιο του 15 ..Σαν να ειναι εδω...η κυρα Αλίκη

Ανώνυμος είπε...

Καλησπέρα,μόλις διάβασα το ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΌΜΟΡΦΟ + Συγκινητικό Άρθρο για την Απώλεια της Μητέρας σας..Εύχομαι Καλό Ταξίδι να έχει-Καλό Παράδεισο-ο θεός να την Αναπαύσει!! Εμείς ως Οικογένεια την ίδια Καταραμένη Χρονιά είχαμε 2 Απώλειες...σε διάστημα 70 Ημερών περίπου μεταξύ τους..μια Αγαπημένη θεία η πρώτη απο τις Αδερφές της Μητέρας μου + ένας Επίσης Αγαπημένος θείος..θεός 'χωρέστους..!